- αγριάγκαθο(ν)
- το колючее дикое растение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριάγκαθο — το Βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Notobasis syriaca τού γένους Νοτόβασις τής οικογένειας τών Συνθέτων (Compositae). Άλλη κοινή ονομασία τού ίδιου φυτού, γαϊδουράγκαθο … Dictionary of Greek
αγριάγκαθο — το κάθε είδος άγριου αγκαθιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
νωτόβασις — η βοτ. δικότυλο φυτό τής οικογένειας σύνθετα, γνωστό με τις κοινές ονομασίες αγριάγκαθο και γαϊδουράγκαθο … Dictionary of Greek